- λειχουδιά
- και λιχουδιά, η [λειχούδης]1. η ιδιότητα τού λειχούδη, η μεγάλη επιθυμία φαγητών, ιδίως εκλεκτών2. ιδίως στον πληθ.) οι λειχουδιέςεκλεκτά φαγητά ή γλυκίσματα, φαγώσιμα που διεγείρουν την όρεξη, που προκαλούν τη λαιμαργία.
Dictionary of Greek. 2013.